
Κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 παρατηρήθηκε στην Ευαγγελική Κοινότητα Κατερίνης, όπως και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία, έντονο μεταναστευτικό ρεύμα προς τις Η.Π.Α., Δυτική Γερμανία, Αυστραλία κ.α.. Οι Κατερινιώτες Ευαγγελικοί της διασποράς αποτέλεσαν έτσι το κύριο στοιχείο για την ίδρυση άλλων Ελληνικών Ευαγγελικών Εκκλησιών, όπως της μεγάλης Ελληνικής Ευαγγελικής Κοινότητας της Βοστώνης (αριθμούσε το 1971 70-80 οικογένειες που προέρχονταν από την Κατερίνη) και άλλων μικροτέρων, όπως της Αστόρια στη Ν. Υόρκη, της Πασαντίνα, του Τορόντο αλλά και στη Γερμανία, του Griesheim / Darmstadt, Στουτκάρδης, Κολωνίας κ.α.. Ως συνέπεια της μετανάστευσης ο πληθυσμός της ευαγγελικής κοινότητας Κατερίνης συρρικνώθηκε σημαντικά. Έτσι από 600 οικογένειες περίπου που αριθμούσε το 1955, περί το 1970 ο αριθμός μειώθηκε στις 400 περίπου οικογένειες. Ωστόσο κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960 παρατηρήθηκε καλύτερη ακόμη οργάνωση της Ευαγγελικής Κοινότητας μάλιστα κάτω από την καθοδήγηση του τότε ποιμένος αιδ. Άργου Ζωδιάτη. Με την πρωτοβουλία του ιδρύθηκαν και λειτούργησαν το Ορφανοτροφείο, το Βιβλικό Ίδρυμα Κατερίνης, οι παιδικές κατασκηνώσεις και το Βιβλικό Συνέδριο Λεπτοκαρυάς, το Ημερήσιο Κατηχητικό Σχολείο και τα Θερινά (Κατηχητικά) Σχολεία, διακονίες για τις οποίες θα γίνει λόγος εκτενέστερα παρακάτω.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω διακονίες στο ξεκίνημά τους μπόρεσαν να λειτουργήσουν απρόσκοπτα χάρη στην αμέριστη συμπαράσταση της χριστιανικής οργάνωσης American Mission to Greeks, της οποίας πρόεδρος ήταν και είναι ο αιδ. Σπύρος Ζωδιάτης, αδελφός του Άργου (η οργάνωση αυτή που ονομάζεται σήμερα AMG International, διατηρεί σήμερα ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό έργο σε 60 περίπου χώρες του κόσμου). Ακόμη με την έλευση του νέου ποιμένα ιδρύθηκε το 1946-47 σε νέες βάσεις ο Όμιλος Χριστιανών Νέων στη θέση του Συλλόγου Χριστιανών Νέων που είχε ατονήσει και διαλυθεί λόγω του πολέμου. Στο έργο της εκκλησίας προσκλήθηκαν επιπλέον ως βοηθοί του Άργου Ζωδιάτη το 1954 ο Αθανάσιος Ηλία και το 1961 ο Απόστολος Μπλιάτης και από το 1950 η κατηχήτρια Αννέτα Μποσταντζόγλου ενώ σε διάφορους τομείς υπηρέτησε για ένα σύντομο διάστημα ο Ελληνοαμερικανός Σταύρος Χατζησάββας.
Ήταν αυτή η εποχή που ολοκληρώθηκε το Σχολικό Κτίριο της Ευαγγελικής Εκκλησίας, αφού η μεγάλη οικονομική κρίση που επακολούθησε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και στη συνέχεια ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος έγιναν αφορμή να καθυστερήσει η ολοκλήρωση της οικοδομής μέχρι το 1950. Από τότε το κτίριο αυτό τέθηκε σε πλήρη χρήση και εξυπηρετεί μέχρι και σήμερα όλες τις ανάγκες της Κοινότητας (γραφείο ποιμένος και εκκλησίας, Κυριακό Σχολείο (κατηχητικό), όμιλοι διάφορων ηλικιών, λέσχη νεολαίας, βιβλιοθήκη) εκτός από την κυρίως λατρεία, η οποία τελείται στο εκκλησιαστικό κτίριο.
Την ίδια περίοδο (αρχές δεκαετίας του ’50) δίπλα στο Σχολικό Κτίριο κτίστηκε και το κτίριο του Ορφανοτροφείου, με σκοπό τη φροντίδα των ορφανών παιδιών, τα οποία άφησε ο πόλεμος. Αργότερα στη φροντίδα του ιδρύματος συμπεριλήφθηκαν και παιδιά μεταναστών ή οικογενειών με ιδιαίτερες ανάγκες. Το Ορφανοτροφείο λειτούργησε από το 1952 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 (το 1985 έπαυσε οριστικά) και περιέθαλψε για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συνολικά πάνω από 200 παιδιά. Στο Ορφανοτροφείο συντηρούνταν, ανατρέφονταν και μορφώνονταν (παρακολουθούσαν τα μαθήματα των Δημοτικών Σχολείων ή Γυμνασίων της Κατερίνης) παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ορφανά ευαγγελικών εκκλησιών από όλη την Ελλάδα. Τους θερινούς μήνες τα παιδιά του ορφανοτροφείου φιλοξενούνταν δωρεάν στις κατασκηνώσεις της εκκλησίας στη Λεπτοκαρυά, για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω. Το ορφανοτροφείο ήταν στελεχωμένο με διευθυντές και παιδαγωγούς, ανθρώπους που είχαν τη φροντίδα των πρακτικών και των πνευματικών θεμάτων. Διάφορες υπηρεσίες και μαθήματα, π.χ. μουσικής και αγγλικών, παρέχονταν δωρεάν στα παιδιά του ορφανοτροφείου από μέλη της εκκλησίας. Λειτουργούσαν όμως παράλληλα και εργαστήρια, όπου πολλά παιδιά έμαθαν διάφορες τέχνες για να αποκατασταθούν επαγγελματικά π.χ. τυπογραφία, βιβλιοδεσία, ξυλουργική κλπ.
Το 1951-52 ιδρύθηκε ακόμη το Βιβλικό Ίδρυμα Κατερίνης (Β.Ι.Κ.), «Κατηχητική Σχολή προς καταρτισμόν Διδασκάλων και λαϊκών Ευαγγελιστών της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας» και λειτούργησε για περίπου μια εικοσαετία. Ο σκοπός του ιδρύματος αυτού ήταν να καταρτίσει δασκάλους για τα Κυριακά Σχολεία και γενικά εργάτες χρήσιμους για το έργο της εκκλησίας. Εκτός από αυτούς στο Β.Ι.Κ. συνέρρεαν άνδρες και γυναίκες που ένιωθαν την ανάγκη να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους επάνω στις βιβλικές αρχές της ευαγγελικής αλήθειας και να αποκτήσουν γενικά μόρφωση βιβλική για να ζουν πληρέστερη χριστιανική ζωή. Στο Β.Ι.Κ. μπορούσαν να διδαχθούν Ερμηνεία Καινής Διαθήκης, Συνοπτική μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Δογματική αλλά επίσης και Παιδαγωγικά, Μουσική, Νεοελληνικά και Αγγλικά. Ενδεικτικό είναι ότι, ενώ ξεκίνησε το πρώτο έτος με 35 μαθητές, ήδη στο τέταρτο έτος έφτασε τους 120, οι οποίοι προέρχονταν από την Κατερίνη αλλά και από όλη την Ελλάδα. Από το Β.Ι.Κ. αναδείχθηκαν αρκετοί ποιμένες εκκλησιών, ιεροκήρυκες και ευαγγελιστές.
Η βιβλιοθήκη της εκκλησίας αναδιοργανώθηκε από το Β.Ι.Κ. από το 1953, πλουτίστηκε με περισσότερα και σοβαρότερα βιβλία και στεγάστηκε σε μια από τις μεγαλύτερες αίθουσες του επάνω ορόφου του Σχολικού Κτιρίου. Η προσέλευση των αναγνωστών όλους τους μήνες, εκτός από την εποχή των γεωργικών εργασιών κατά το καλοκαίρι, ήταν αθρόα και η όλη κίνησή της ζωηρότατη. Οι μαθητές του Βιβλικού Ιδρύματος, του Γυμνασίου και των Δημοτικών Σχολείων, όπως και οι σπουδαστές των Πανεπιστημίων, είχαν στη διάθεσή τους τα συγγράμματα, τα λεξικά και τα πάσης φύσεως βοηθητικά βιβλία της Βιβλιοθήκης, όπως και πλήρη άνεση για να μελετούν και να προετοιμάζονται για τα μαθήματά τους. Η βιβλιοθήκη από το 1954 μετατράπηκε και σε δανειστική. Γενικά η βιβλιοθήκη έγινε αληθινό πνευματικό κέντρο στο Συνοικισμό και προσήλκυε μεγάλο ενδιαφέρον και μεταξύ της νεολαίας της πόλης.
Παράλληλα ήταν αυτές τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες που δημιουργήθηκαν οι κατασκηνώσεις της Ευαγγελικής Εκκλησίας Κατερίνης. Κατά το πρώτο έτος, το 1952, οι κατασκηνώσεις έγιναν στην ορεινή περιοχή της Σκουτέρνας, στην ανατολική πλαγιά των Πιερίων, ενώ το 1953 στην παραλία του Λιτοχώρου στην τοποθεσία Πλάκα. Από το έτος όμως 1954 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην παραλία Λεπτοκαρυάς, σε έκταση την οποία αγόρασε η Εκκλησία και όπου ανήγειρε μόνιμες κατασκηνωτικές εγκαταστάσεις. Ο χώρος των κατασκηνώσεων χρησιμοποιείται ως σήμερα για τα παιδιά της Ευαγγελικής Κοινότητας Κατερίνης, καθώς και άλλων Ευαγγελικών Κοινοτήτων, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας. Δεν αποκλείονται βέβαια και παιδιά ορθοδόξων οικογενειών, που επιλέγουν να στείλουν τα παιδιά τους εκεί. Οι κατασκηνώσεις ωστόσο λειτουργούν όλη τη θερινή περίοδο και χρησιμοποιούνται ως βιβλικό συνεδριακό κέντρο από όλη την Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, αλλά και από άλλες Διαμαρτυρόμενες εκκλησίες της Ελλάδας αλλά και των Βαλκανίων. Η Επιτροπή Κατασκηνώσεως και το πρεσβυτέριο της Ε.Ε.Ε. Κατερίνης, για να τιμήσουν τον πρωτεργάτη του θεσμού αυτού Άργο Ζωδιάτη, ονόμασαν τις κατασκηνώσεις Λεπτοκαρυάς «Βιβλικό Κέντρο Άργος Ζωδιάτης».
Στην πρωτοβουλία και τη φροντίδα του Άργου Ζωδιάτη μέσα στο πλαίσιο του Β.Ι.Κ. οφείλεται και η οργάνωση του Βιβλικού Συνεδρίου, που αργότερα έγινε γνωστό ως Βιβλικό Συνέδριο Λεπτοκαρυάς, κατά το πρότυπο του παγκόσμια γνωστού ευαγγελικού συνεδρίου Κέζικ της Αγγλίας. Το πρώτο πνευματικό συνέδριο έγινε στην Κατερίνη τον Μάρτιο του 1953 επ’ ευκαιρία των εγκαινίων του Ορφανοτροφείου. Το δεύτερο Συνέδριο έγινε το επόμενο έτος στην κατασκήνωση της Λεπτοκαρυάς μετά την λήξη της κατασκηνωτικής περιόδου, τον Σεπτέμβριο του 1954 και από τότε λαμβάνει χώρο κάθε χρόνο στη Λεπτοκαρυά. Κάθε χρόνο προσκαλούνται στο συνέδριο αυτό οι καλύτεροι ευαγγελικοί ιεροκήρυκες-θεολόγοι τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού. Το συνέδριο αυτό έγινε το πρότυπο για τη δημιουργία και άλλων ευαγγελικών συνεδρίων στην Ελλάδα, ενώ συνέβαλε στην καλλιέργεια πνεύματος ενότητας ανάμεσα στους πιστούς όλων των ευαγγελικών αποχρώσεων του ελλαδικού χώρου.
Από το καλοκαίρι του 1949 άρχισε η λειτουργία του Θερινού (Κατηχητικού) Σχολείου η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η λειτουργία του σχολείου αυτού ξεκινούσε με τη λήξη των σχολικών μαθημάτων κάλυπτε αρχικά, μέχρι την έναρξη της συστηματικής λειτουργίας των κατασκηνώσεων τα επόμενα χρόνια, ολόκληρη τη θερινή περίοδο και περιελάμβανε όλα τα παιδιά της Κοινότητας. Αργότερα περιορίστηκε ως την έναρξη των κατασκηνώσεων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούσε και παράλληλα με αυτές, για παιδιά τα οποία παρέμεναν στην Κατερίνη. Σκοπός του σχολείου αυτού ήταν η συγκέντρωση και ψυχαγωγία των μικρών αγοριών και κοριτσιών της Ευαγγελικής Κοινότητας Κατερίνης κάτω από την επίβλεψη ειδικών παιδαγωγών. Τα παιδιά αυτά στην εποχή αυτή των εντατικών γεωργικών εργασιών των γονιών τους αναγκαστικά θα παραμελούνταν και αυτό θα απέβαινε επιζήμιο για την υγεία και τη γενική ανατροφή τους. Τα πρώτα χρόνια το Θερινό Σχολείο χρησιμοποιούσε ως χώρο απασχόλησης των παιδιών τον κήπο της εκκλησίας.
Το 1953-1954 εκτός από το πατροπαράδοτο Κυριακό Σχολείο (κατηχητικό) η εκκλησία Κατερίνης έθεσε σε λειτουργία ένα ιδιότυπο φροντιστηριακό και κατηχητικό σχολείο, για τα ευαγγελικά παιδιά του Δημοτικού Σχολείου. Το σχολείο αυτό λειτουργούσε όλη τη διάρκεια της εβδομάδας καλύπτοντας τις ελεύθερες ώρες των μαθητών και στεγαζόταν κατά τάξεις στις επάνω αίθουσες του Σχολικού Κτιρίου. Γίνονταν ασκήσεις επάνω στα μαθήματα που διδάσκονταν στο Δημοτικό Σχολείο από προσωπικό που οριζόταν από την εκκλησία με σκοπό την ενίσχυση των μαθητών στη μελέτη τους. Ταυτόχρονα τα Σάββατα παραδίδονταν μαθήματα θρησκευτικού και πνευματικού περιεχομένου και στα μεγαλύτερα παιδιά του γυμνασίου, συνήθως από τον ίδιο τον ποιμένα. Το 1955 το σχολείο αυτό ξεπερνούσε τους 200 μαθητές. Το ημερήσιο κατηχητικό σχολείο, όπως το ονόμαζαν, λειτούργησε ως το 1962, δηλαδή ως την απαγόρευση εισόδου του ποιμένα Άργου Ζωδιάτη στη χώρα.
Πηγή: Α. Κάλφας – Π. Παπαγεωργίου, Ο Συνοικισμός Ευαγγελικών της Κατερίνης (1923-2000). Τοπική Ιστορία και Κίνηση των Θρησκευτικών Ιδεών (Κατερίνη 2001)